- αιμώνιος
- αἱμώνιος, -ον (Α) [αἵμων](συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμοςστην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱμώνια — αἱμώνιος blood red neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)